Home > Τεύχος 3 (Τόμος 5) > Μετανάστες και συστήματα υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα
11
Οκτ
2013
Posted By :
Comments : Off

Η συνεχιζόμενη ροή πληροφοριών, χρημάτων, ανθρώπων και πολιτισμών που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο κόσμο και αποτελεί συνέπεια της παγκοσμιοποίησης, έχει δημιουργήσει πολυμορφία στους πληθυσμούς πολλών χωρών και κυρίως στην Ευρώπη, έναν προορισμό που βρίσκεται ψηλά στις προτιμήσεις των μεταναστών. H μετανάστευση ιστορικά έχει παίξει έναν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνιών, επηρεάζοντας τη δημογραφική κατανομή, την ανθρωπογεωγραφία και το επιδημιολογικό προφίλ του πληθυσμού υποδοχής.

Ως μετανάστης, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ορίζεται κάθε άτομο που ζει προσωρινά ή μόνιμα σε μία χώρα, χωρίς να έχει γεννηθεί σε αυτήν και να έχει αποκτήσει σημαντικούς κοινωνικούς δεσμούς μέσα σε αυτήν. Σήμερα, πάνω από το 70% των 25 εκατομμυρίων αλλοδαπών που ζουν στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), προέρχονται κυρίως από την Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική. Αυξητική τάση φαίνεται όμως να εμφανίζουν χώρες προέλευσης όπως η Λατινική Αμερική, η Ασία και οι Αραβικές χώρες. Χαρακτηριστικό της τάσης μετανάστευσης σκιαγραφείται από το γεγονός ότι το 2006, 1.8 εκατομμύρια άτομα από χώρα προέλευσης εκτός ΕΕ εγκαταστάθηκαν σε μια Ευρωπαϊκή χώρα και το 50% περίπου αυτών ήταν ηλικίας κάτω των 29 ετών.

Οι μετανάστες, διαθέτουν ένα χαρακτηριστικό που παρουσιάζει κοινά στοιχεία σε πολλές χώρες του σύγχρονου κόσμου. Λόγω των συνθηκών διαβίωσης και του συστήματος υγείας που επικρατεί στη χώρα τους, αλλά και των συνθηκών του ταξιδιού από τη χώρα προέλευσης και τους ενδιάμεσους σταθμούς, παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο επιδημιολογικό προφίλ τους από τους γηγενείς πληθυσμούς της χώρας υποδοχής. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί πως οι ανάγκες υγείας μπορεί να σχετίζονται με νοσήματα που αντανακλούν τόσο στο επιδημιολογικό προφίλ της χώρας προέλευσης ή τη διαδικασία του ταξιδιού και τις συνέπειές της όσο και στη διαδικασία προσαρμογής στις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας της χώρας που διαμένουν.

Στην ΕΕ η κατάσταση που αφορά τα λοιμώδη νοσήματα σε μεταναστευτικό πληθυσμό έχει βελτιωθεί, αλλά αυτή η βελτίωση δεν είναι καθολική, και αφορά κυρίως χώρες που έχουν ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς εισροής και κινητικότητας των μεταναστών. Η επίπτωση φυματίωσης μεταξύ των μεταναστών παραμένει όμως υψηλή σε αρκετές χώρες (κυρίως στις υπό ένταξη) και το ίδιο συμβαίνει και με την ηπατίτιδα Α και Β. Το 2007, το 21% των δηλωμένων κρουσμάτων φυματίωσης στην ΕΕ καταγράφηκε σε αλλοδαπούς, ενώ σε 17 συνολικά χώρες το ποσοστό αυτό κυμάνθηκε από 29% έως 79%. Από τις 27 χώρες της ΕΕ, όλες ανεξαιρέτως αναφέρουν περιστατικά φυματίωσης σε μετανάστες, με το 32% των περιστατικών αυτών να προέρχονται από την Ασία, το 26% από την Αφρική, 10% από χώρες της ΕΕ (κυρίως χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) και 11% από άλλες χώρες εκτός Ευρώπης. Στη Μεγάλη Βρετανία, περίπου το 70% των νεοδιαγνωσθέντων περιστατικών φυματίωσης και HIV καταγράφηκε σε άτομα που είχαν γεννηθεί εκτός της χώρας αυτής, τεκμηριώνοντας παράγοντες κινδύνου όπως κοινωνικοοικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες, κακές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας αλλά και ελλειμματική συντονισμένη διαχείριση από το σύστημα δημόσιας υγείας της χώρας διαμονής.

Η μετανάστευση είναι ένας παράγοντας που φαίνεται ότι επηρεάζει την επίπτωση του HIV σε κάθε χώρα, η οποία σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με τη λήψη μη ασφαλών σεξουαλικών πρακτικών αλλά και τη χρήση κοινής σύριγγας κατά τη χορήγηση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών. Στην Ισπανία παρατηρήθηκε αύξηση του HIV μεταξύ γυναικών μεταναστριών, στη Μεγάλη Βρετανία το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφηκε μεταξύ μεταναστών από της υποσαχάριας Αφρικής και στη Γαλλία εμφανίστηκε αύξηση της επίπτωσης μεταξύ των μεταναστών πάνω από 20%.

Κρούσματα της ηπατίτιδας Α έχουν δηλωθεί την τελευταία δεκαετία και σε χώρες με υψηλό επίπεδο δημόσιας υγείας, όπως το Λουξεμβούργο, η Ιταλία, η Βρετανία, η Δανία και η Γερμανία. Όμως αυτά τα περιστατικά δεν αφορούν στην πλειοψηφία τους μετανάστες, αλλά ταξιδιώτες που είχαν επισκεφτεί χώρες, όπως το Μαρόκο και τη Τουρκία. Τα περιστατικά όμως που αφορούσαν μετανάστες καταγράφηκαν κυρίως σε παιδιά που είχαν πρόσφατα μετακινηθεί από τη χώρα τους. Η συχνότητα εμφάνισης της ηπατίτιδας Β έχει μειωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια στην ΕΕ, ωστόσο σε μερικές χώρες φαίνεται ότι ενδημεί η νόσος μεταξύ των μεταναστών που διαβιούν εκεί, με υψηλότερα ποσοστά να εμφανίζει η Ρουμανία (6%), η Λετονία (2%) και η Βουλγαρία (4%).

Τα λοιμώδη παιδικά νοσήματα, κυρίως σε πρόσφατους μετανάστες, εμφανίζουν επιδημικές εκρήξεις με πιο συχνά εμφανιζόμενο το νόσημα της ιλαράς και σπανιότερα της ερυθράς. Υψηλό ποσοστό επίσης εμφανίζουν τα ατυχήματα στο σπίτι ειδικά σε παιδιά μεταναστών με κακές συνθήκες στέγασης, αλλά και τα εργατικά ατυχήματα κυρίως στον οικοδομικό και γεωργικό τομέα, λόγω της μη επαρκούς κατάρτισης του εξοπλισμού χρήσης. Η ψυχολογική κατάσταση των μεταναστών φαίνεται ότι μπορεί να επηρεαστεί σοβαρά από παράγοντες όπως η εργασιακή ανασφάλεια, η διαβίωση, η περιθωριοποίηση, η κοινωνική απόρριψη και η αντικειμενική δυσκολία πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας.

Τα παραπάνω αποτελέσματα τεκμαίρονται από διεθνείς μελέτες και αιτιολογούνται κυρίως από την ανεπαρκή ή ελλειμματική εμβολιαστική κάλυψη των μεταναστών από τη χώρα προέλευσης, ενώ συνεπικουρείται από τις κακές συνθήκες διαβίωσης στη χώρα διαμονής. Βέβαια σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η διαμονή πολλές φορές των μεταναστών σε χώρους όπως στρατόπεδα ή ξενώνες, κάτι που επιβαρύνει την επίπτωση λοιμωδών κυρίως νοσημάτων.

Στην Ελλάδα το σύστημα καταγραφής και επιτήρησης λοιμωδών νοσημάτων τα τελευταία χρόνια έχει βεβαίως αναβαθμιστεί, αλλά και πάλι είναι δύσκολο να θεωρήσουμε ότι τα στατιστικά δεδομένα μπορούν να αποδώσουν το πραγματικό επιδημιολογικό προφίλ της υγείας των μεταναστών που διαμένουν στη χώρα μας. Η παράνομη μετανάστευση στην Ελλάδα δημιουργεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα ορθής διαχείρισης των λοιμωδών νοσημάτων, αλλά και τα στρατόπεδα παραμονής μεταναστών, τα οποία προσφάτως δημιουργήθηκαν σε διάφορες περιοχές, δεν φαίνεται ότι μπορούν ακόμα να εναρμονιστούν και να συνεργαστούν με το σύστημα υγείας της χώρας. Προσθέτοντας σε όλα αυτά και τα προβλήματα στον τομέα υγείας από την οικονομική κρίση, καθίσταται αντιληπτή η μεγιστοποίηση και η πολυπλοκότητα των προβλημάτων που προκύπτουν, ιδιαίτερα εάν ο μετανάστης δεν είναι ασφαλισμένος.

Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής, το 2005 οι ασφαλισμένοι μετανάστες στο ΙΚΑ ήταν 242.142 και καταλάμβαναν το 13% του συνόλου των ασφαλισμένων του Οργανισμού, στον ΟΑΕΕ ήταν 9.705 ποσοστό που αντιστοιχεί στο 1,7% και στον ΟΓΑ 44.689, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 6,1%. Για μικρό ποσοστό μεταναστών που διαθέτουν νομιμοποιητικά έγραφα αλλά είναι ανασφάλιστοι, προ- βλέπεται η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αφού λάβουν το πιστοποιητικό κοινωνικής προστασίας. Ειδικά για πρόσφυγες αιτούντες πολιτικό άσυλο, υπάρχει το Προεδρικό Διάταγμα 68/18.5.2005 που προβλέπει τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η οποία περιλαμβάνει δωρεάν νοσηλεία σε δημόσιο νοσοκομείο και δωρεάν χορήγηση φαρμάκων από τα δημόσια νοσοκομεία. Εξαιρέσεις από τις παραπάνω προϋποθέσεις προβλέπονται για ειδικές κατηγορίες ατόμων που χρήζουν προστασίας (θύματα παράνομης διακίνησης, τα θύματα νάρκης και όσους έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV/AIDS ή άλλα λοιμώδη νοσήματα), στους οποίους παρέχεται ιατρική, φαρμακευτική και νοσηλευτική περίθαλψη. Σε γενικές γραμμές, με βάση αυτούς τους κανονισμούς, η παροχή περίθαλψης σε μετανάστες χωρίς χαρτιά επιτρέπεται μόνο σε επείγοντα περιστατικά και μέχρι σταθεροποίησης της κατάστασής τους, γι’ αυτό και η πλειοψηφία των μεταναστών επισκέπτονται τα νοσοκομεία μόνο στις εφημερίες.

Στην έκθεση υγείας των μεταναστών για την Ελλάδα για το έτος 2009, φαίνεται ότι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρώπη με τον μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών αναλογικά με τον πληθυσμό της, αφού αποτελεί πύλη εισόδου των ανατολικών χωρών στην Ευρώπη. Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι ζουν πάνω από περίπου 1.000.000 μετανάστες (7,3% του πληθυσμού) και μεγάλος αριθμός αυτών δεν έχει τα απαιτούμενα έγγραφα παραμονής στη χώρα. Οι πέντε χώρες προέλευσης που δίνουν τον μεγαλύτερο όγκο είναι με τη σειρά η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ουκρανία και το Πακιστάν. Η πλειοψηφία τους εργάζεται στις κατασκευές, τη γεωργία τη μεταποίηση και ποικίλες χαμηλής ειδίκευσης εργασίες, με μεγάλο ποσοστό των μεταναστών να απασχολείται στην ανεπίσημη οικονομία.

Το επιδημιολογικό προφίλ των μεταναστών αυτών παρουσιάζει ανοδική τάση επίπτωσης της φυματίωσης και μείωση της ηπατίτιδας Β. Σχετικά με τους μετανάστες φορείς του HIV αγγίζουν το 11,9% του συνολικού αριθμού φορέων του ιού. Μεγάλο ποσοστό των μεταναστών παρουσιάζουν κάποιο εργατικό ατύχημα. Συγκεκριμένα το 2005, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΚΑ, 11/1000 μετανάστες είχαν κάποιο εργατικό ατύχημα σε σχέση με 7/1000 που αντιστοιχεί στον Ελληνικό πληθυσμό. Η ψυχοπαθολογία των μεταναστών, όπως καταγράφεται μέσα από λίγες μελέτες που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια, εμφανίζει αυξημένα ψυχολογικά συμπτώματα, χωρίς κατ’ ανάγκη νοσηρότητα, όπως κατάθλιψη, δυσθυμία, ματαίωση και αποθάρρυνση. Στοιχεία από το Ελληνικό Ιατρείο Διαπολιτισμικής Ψυχιατρικής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, για το διάστημα 2000 έως 2004 έδειξαν ότι «το 33% όσων κατέφυγαν για βοήθεια έπασχε από συναισθηματικές διαταραχές, το 31% από ψυχωσικές καταστάσεις, το 28% από άγχος και σωματοποίηση». Η προσέγγιση των μεταναστών στις υπηρεσίες υγείας σύμφωνα με τη μελέτη EU-SILC (2005), είναι μικρότερη από εκείνη των Ελλήνων χρηστών (31.3% έναντι 45,4%). Τα παιδιά και οι γυναίκες μετανάστες είναι οι πιο συχνοί επισκέπτες στα Ελληνικά νοσοκομεία και στα Κέντρα Υγείας.

Βέβαια, τα συστήματα επιτήρησης και οι μέθοδοι συλλογής των δεδομένων κάθε χώρας διαφέρουν σημαντικά, οπότε πιθανότατα υπάρχει απόκλιση από την πραγματικότητα και η σύγκριση των δεδομένων μεταξύ των χωρών δεν είναι αξιόπιστη. Επιπλέον, πολλές φορές η μετανάστευση είναι παράνομη και αυτό αποτελεί σημαντικό στοιχείο που δυσχεραίνει την ουσιαστική σκιαγράφηση του προβλήματος. H διασύνδεση και η επικοινωνία των υπηρεσιών υγείας με τους μετανάστες είναι δύσκολη και αυτή η δυσκολία, κυρίως από την αδυναμία γλωσσικής κατανόησης, αποτελεί βασικό θέμα συζήτησης επιτροπών της ΕΕ, με σκοπό την άμεση παρέμβαση όπου χρειάζεται. Σύμφωνα με μελέτες, το κόστος των διαγνωστικών εξετάσεων επιβαρύνεται σημαντικά από την μη κατανόηση των ασθενών. Η διαφορετική προσέγγιση της ασθένειας και της θεραπείας ανάλογα με την κουλτούρα κάθε χώρας διαφοροποιεί επίσης την συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή.

Η επάρκεια κάλυψης των αναγκών των μεταναστών μετά από την λεπτομερή χαρτογράφηση στοιχείων που τους αφορούν αλλά και η κατάρτιση των επαγγελματιών υγείας σχετικά με τη διαφοροποιημένη προσέγγιση που χρήζει η αντιμετώπιση τέτοιων ομάδων, μαζί με τα γλωσσικά εμπόδια, αποτελούν έναν σημαντικό στόχο της δημόσιας υγείας στην ΕΕ. Η ενδυνάμωση των μεταναστών και η συμμετοχή τους στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν την υγεία τους θα βοηθήσει το σύστημα υγείας κάθε χώρας στην καλύτερη αντιμετώπιση τέτοιων ομάδων ασθενών. Η υγειονομική κάλυψη των ασθενών αυτών θα αναβαθμίσει την παρεχόμενη ποιότητα φροντίδας και η επιτήρηση και καταγραφή των αναδυόμενων προβλημάτων υγείας θα προστατέψει το σύστημα υγείας, το οποίο θα είναι καλύτερα προετοιμασμένο και έτσι θα υπάρχει έγκαιρη και άμεση παρέμβαση. Είναι τεκμηριωμένο διεθνώς ότι οι μετανάστες προσεγγίζουν λιγότερο συχνά τις νοσοκομειακές υπηρεσίες υγείας και όταν συμβαίνει αυτό αφορά κυρίως επείγοντα περιστατικά.

Οι επαγγελματίες υγείας οφείλουν να εξειδικευτούν στην διαπολιτισμική προσέγγιση των μεταναστών και να προσδιορίσουν την παροχή φροντίδας ανάλογα με τη χώρα εισαγωγής, το κοινωνικοπολιτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο, τη θρησκεία, τις συνθήκες διαβίωσης και γενικότερα τις ιδιαιτερότητες του κάθε μετανάστη.

Η διεξαγωγή στοχευμένων επιδημιολογικών μελετών με στόχο τη διερεύνηση του επιδημιολογικού προφίλ, των προβλημάτων υγείας αλλά και των αναγκών των μεταναστών σε κάθε χώρα θα συμβάλλει στην έγκυρη καταγραφή των στοιχείων εκείνων στα οποία θα βασιστεί η πολιτική δράσης του τομέα δημόσιας υγείας και όχι μόνο θα σκιαγραφηθούν οι ανάγκες, αλλά παράλληλα και ουσιαστικά θα εφαρμοστούν εκείνες οι δράσεις, οι οποίες θα ενσωματώσουν τους μετανάστες στη φροντίδα και τις υπηρεσίες υγείας.

Η μεταναστευτική πολιτική οφείλει να εντάσσεται σε ένα ενιαίο πλαίσιο στην ΕΕ, να χαρακτηρίζεται από διακρατική συνεργασία και, παρόλο που στην Ελλάδα οι αντικειμενικές δυσκολίες υφίστανται (μορφολογία, γειτνίαση με χώρες αποστολής, πολλές πύλες εισόδου, οικονομική κρίση κ.λ.π.), ωστόσο η συντονισμένη πολιτική δράση πρέπει να είναι πολύπλευρη και να αποβλέπει στην ορθολογική διαχείριση των μεταναστών σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής.

Σαρίδη Μαρία, PhD,
Διευθύντρια Νοσηλευτικής Υπηρεσίας, Γ.Ν. Κορίνθου

About the Author