Home > Editorial > «Ωφελέειν, ή μη βλάπτειν» το κάπνισμα τους ψυχικά ασθενείς;
02
Αυγ
2016
Posted By :
Comments : Off

Τα παγκόσμια επιδημιολογικά δεδομένα καταδεικνύουν τη μεγάλη έκταση της καπνιστικής συνήθειας σε ολόκληρο τον κόσμο. Με βάση δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, οι καπνιστές παγκοσμίως υπολογίζονται περίπου στο 1 δις, εκ των οποίων τα 200 εκ. είναι γυναίκες (WHO 2010). H Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά καπνίσματος στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο γενικότερα (WHO 2014). Πρόσφατη συγκριτική έρευνα του ποσοστού καπνιστών το 2010 (έτος εφαρμογής του νέου αντικαπνιστικού νόμου στην Ελλάδα) με αυτό του 2006, δείχνει μείωση του επιπολασμού του καπνίσματος, ιδιαίτερα στους νέους ενήλικες από το 48% στο 36% ενώ ο αριθμός των τσιγάρων ανά ημέρα, μειώθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (Filippidis et al 2013).

Οι ψυχικά ασθενείς ειδικότερα, αποτελούν έναν πληθυσμό υψηλού κινδύνου, καθώς τα ποσοστά επίπτωσης είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερα από αυτά του γενικού πληθυσμού και κυμαίνονται μεταξύ 70-75% (Haw et al 2004). Η μεγάλη επίπτωση του καπνίσματος στους ψυχικά ασθενείς μπορεί εν μέρει να οφείλεται στην ευεργετική επίδραση της νικοτίνης στη νοητική λειτουργία ή/και στη συναισθηματική τους διάθεση (Adler et al 1993, Levin et al 2001, Smith et al 2002, Harris et al 2004, Jacobsen et al 2004, Barr et al 2008).

Τα νοσοκομεία και οι χώροι παροχής υπηρεσιών υγείας των ανεπτυγμένων κρατών βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε μια διαδικασία εφαρμογής κανονισμών που απαγορεύουν την κατανάλωση καπνού εντός των εγκαταστάσεών τους, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής που αποσκοπεί στη μείωση του καπνίσματος. Παρότι τέτοιες πολιτικές υγείας εφαρμόζονται εύκολα στα περισσότερα τμήματα μιας νοσηλευτικής μονάδας, υπάρχει έντονη συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα κατά πόσο οι ψυχιατρικές κλινικές και νοσοκομεία θα πρέπει να εξαιρεθούν. Πολλοί επαγγελματίες ψυχικής υγείας υποστηρίζουν ότι μια καθολική απαγόρευση του καπνίσματος είναι δυνατό να μην είναι ωφέλιμη για όλους τους ασθενείς (Green & Hawranik 2008). Το κάπνισμα κατά παράδοση χρησιμοποιείται ως μέσο συμπεριφορικής επιβράβευσης στους ψυχικά ασθενείς και συνεχίζει να λειτουργεί ως μια κοινωνική δραστηριότητα στην οποία συμμετέχουν συλλογικά οι νοσηλευόμενοι (Ziedonis et al 2003).

Γενικότερα, το κάπνισμα στο περιβάλλον νοσηλείας των ψυχικά ασθενών αποτελεί ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα, αφού από τη μια πλευρά θα πρέπει να επιτρέπεται σε κάθε άνθρωπο το δικαίωμα να καπνίζει, για παράδειγμα στο σπίτι του, ενώ από την άλλη πλευρά οι δομές ψυχικής υγείας αποτελούν κατοικία πολλών ασθενών για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εντούτοις, οι επαγγελματίες υγείας έχουν υποχρέωση να διαφυλάξουν και τους μη καπνιστές από τις βλαβερές συνέπειες του παθητικού καπνίσματος. Οι νοσηλευτές ψυχικής υγείας επιπλέον, συχνά εκφράζουν την ανησυχία τους ότι η σύγκρουση με τους ασθενείς με στόχο την επιβολή μιας πολιτικής μη καπνίσματος μέσα στο χώρο νοσηλείας, βλάπτει τη θεραπευτική τους σχέση με τους ασθενείς.

Σε πρόσφατη μελέτη (Schacht et al 2012), βρέθηκε ότι στις ΗΠΑ στο 79% των μονάδων ψυχικής υγείας απαγορεύεται πλέον το κάπνισμα, ενώ στις υπόλοιπες επιτρέπεται, είτε σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους εντός της μονάδας ( ποσοστό 3%), είτε σε όλους τους εξωτερικούς χώρους της μονάδας (ποσοστό 24%) είτε σε συγκεκριμένους μόνο εξωτερικούς χώρους (ποσοστό 74%). Τα κυριότερα εμπόδια που αναφέρθηκαν από τις διοικήσεις αυτών των ιδρυμάτων σχετικά με την απαγόρευση του καπνίσματος ήταν η αντίσταση όχι μόνο από τους καπνίζοντες ασθενείς, αλλά από τους συγγενείς και άλλους επισκέπτες, καθώς και από τους ίδιους τους επαγγελματίες υγείας και τα τα συνδικαλιστικά όργανα του προσωπικού. από (Schacht et al 2012). Συνεπώς μια σημαντική παράμετρος, είναι οι καπνιστικές συνήθειες του ίδιου του προσωπικο που εργάζεται στις δομές ψυχικής υγείας. Παρότι οι περισσότεροι ασθενείς δηλώνουν την επιθυμία τους για διακοπή του καπνίσματος και την παροχή πληροφόρησης και κινητοποίησης προς αυτό το στόχο, παράγοντες όπως το κάπνισμα του προσωπικού και άλλων ασθενών, ή γενικότερα η ύπαρξη καπνού στο περιβάλλον, δυσκολεύουν τους ίδιους στις προσπάθειές τους (Hughes & Frances 1995) (Olivier et al 2007, Kourakos et al 2015).

Εν κατακλείδι, υπάρχουν πολλές παράμετροι που επηρεάζουν τόσο τις καπνιστικές συνήθειες των ασθενών, όσο και την επιτυχή κατάληξή τους, δηλαδή τη διακοπή του καπνίσματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολιτική καπνίσματος της δομής ψυχικής υγείας όπου νοσηλεύονται οι ασθενείς και η αντίστοιχη συμπεριφορά των ανθρώπων (άλλων ασθενών, επισκεπτών και επαγγελματιών υγείας) γύρω τους. Εφόσον ο χώρος νοσηλείας συνιστά ένα κοινωνικό σύστημα, οι στάσεις και συμπεριφορές μιας ομάδας όχι μόνο επηρεάζουν, αλλά και επηρεάζονται από τις στάσεις και συμπεριφορές των άλλων ομάδων. Για τους νοσηλευτές ειδικότερα, στο πνεύμα της παροχής ολιστικής φροντίδας στον άρρωστο τελικά εγείρεται το ζήτημα αν το κάπνισμα «ωφελέειν» τους ψυχικά ασθενείς, ή/και «μη βλάπτειν» τόσο τους ίδιους, όσο και τους γύρω τους. Τεκμηριωμένες απαντήσεις θα μπορούσαν να δοθούν στο ερώτημα αυτό, μέσα από ευρήματα μελλοντικών ερευνών οι οποίες θα αξιολογούν ταυτόχρονα τις πεποιθήσεις των ασθενών και των συγγενών τους, αλλά και τις απόψεις του επαγγελματιών υγείας σχετικά με την απαγόρευση ή μη του καπνίσματος σε δομές ψυχικής υγείας.

Δρ. Μιχαήλ Κουράκος
Διευθυντής Νοσηλευτικής Υπηρεσίας,
Γ.Ν. «Ασκληπιείο» Βούλας

About the Author