Η ανθρώπινη μετανάστευση, πολύπλοκο φαινόμενο, πολλαπλώς συσχετισμένο με όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας, καθορίζει σαφώς τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών. Είναι πλέον καθολικώς αποδεκτό ότι η μετανάστευση δεν είναι απλώς η μετακίνηση ενός ατόμου ή πληθυσμού από ένα γεωγραφικό χώρο σε έναν άλλο, με τη φυσική έννοια της μεταφοράς, αλλά το εναρκτήριο σημείο της αλληλεπίδρασης του πολιτισμού του «κυρίαρχου» πληθυσμού της χώρας- υποδοχής με τον πολιτισμό του πληθυσμού της χώρας–προέλευσης του μετανάστη.
Ως «πολιτισμός- κουλτούρα» ορίζονται η κοινή κληρονομιά, οι παραδόσεις και αντιλήψεις, τα νοήματα, τα σύμβολα και οι παραστάσεις μίας κοινωνίας ή μίας κοινωνικής ομάδας, προσδιοριστικά της ταυτότητας και του τρόπου ζωής της ομάδας και αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των μελών της με το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Αναλόγως και η έννοια της υγείας, ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, βιώνεται πολιτισμικά και αντανακλά την ικανότητα του ατόμου να ευημερεί σε περιβάλλοντα συμβατά με την κουλτούρα του. Είναι σαφής η συσχέτιση της κουλτούρας με την αντίληψη του ατόμου σχετικά με την υγεία και την ασθένεια και επιδρά ουσιαστικά στη διαμόρφωση στάσεων και την εκδήλωση συμπεριφορών σχετικά με την υγεία.
Η Διαπολιτισμική Φροντίδα Υγείας εντάσσεται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών υγείας με σεβασμό στην πολιτισμική διαφορά παρόχου-χρήστη Υπηρεσιών. Η κεντρική ιδέα εντοπίζεται στο σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και επικεντρώνεται στην αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και την ισότητα. Αναλόγως, η πολιτισμική επάρκεια του επαγγελματία υγείας αναφέρεται στις πεποιθήσεις, στάσεις και συμπεριφορές που στηρίζουν την αποτελεσματική διαχείριση των χρηστών των υπηρεσιών υγείας με διαφορετική κουλτούρα.
Ωστόσο, στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες αποτελεί πλέον διαπίστωση ότι η Υγεία πλήττεται από πολιτισμικά εμπόδια, γλωσσικές διαφορές, νομικούς όρους και κοινωνικο-οικονομικές δυσπραγίες. Η θέση των επαγγελματιών υγείας διαφοροποιείται, καθώς οι περισσότεροι δεν ήταν προετοιμασμένοι από τις βασικές τους σπουδές να αντιμετωπίσουν το νέο αυτό χαρακτήρα της κοινωνίας. Παγκοσμίως η πλειονότητα της ερευνητικής δραστηριότητας αναφέρεται στη μελέτη του «κυρίαρχου» πληθυσμού μίας χώρας και διεξάγεται από μέλη αυτού του πληθυσμού. Ως εκ τούτου, η επιλογή των θεμάτων, η ιεράρχηση των αναγκών, οι μελέτες και η χρηματοδότηση αυτών, συντηρούν ανισότητες και οδηγούν σε άστοχες συγκρίσεις μεταξύ ατόμων διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης και συνεπώς σε λανθασμένα συμπεράσματα και γενικεύσεις.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδοθεί αφενός στο ότι για λόγους ομοιογένειας του δείγματος σε διάφορες μελέτες αποκλείονταν οι μειονότητες, αφετέρου στο ότι μέσα στα εθνικά συστήματα υγείας, δεν ήταν εύκολο να εντοπιστούν οι πολιτισμικές διαφορές των χρηστών των υπηρεσιών, καθώς πολλές φορές δεν αναζητήθηκε η φροντίδα υγείας που παρέχεται από τα οργανωμένα υγειονομικά συστήματα, εξαιτίας της μειωμένης έως ανύπαρκτης ενίοτε προσβασιμότητας των υπηρεσιών για τις μειονοτικές ομάδες. Παράλληλα, είναι χαρακτηριστικές οι δυσκολίες εντοπισμού και επικοινωνίας με τις μειονοτικές πολιτισμικές ομάδες, καθώς και η επιλογή της ενδεδειγμένης μεθοδολογίας. Ταυτόχρονα, η ένδεια των πόρων και μέσων οδήγησαν τους ιθύνοντες στην επένδυση χρημάτων σε δραστηριότητες που κάλυπταν τις μεγαλύτερες ανάγκες, συνεπώς τις ανάγκες του «κυρίαρχου» πληθυσμού των χωρών. Επιπρόσθετα, ο προσανατολισμός των συστημάτων υγείας στην «προτυποποίηση» πέφερε τον αποπροσανατολισμό από τη «διαφορετικότητα» και την ενασχόληση με αυτή. Τα προτυποποιημένα πρωτόκολλα διάγνωσης και θεραπείας αποτέλεσαν μία ουσιαστική έκφανση αυτής της τάσης και σίγουρα απείχαν από την αντιμετώπιση του χρήστη των υπηρεσιών με επίκεντρο τις ιδιαίτερες ανάγκες του.
Άλλη μία διάσταση που δικαιολογεί την έλλειψη σχετικής ερευνητικής δραστηριότητας είναι ο ιατροκεντρικός χαρακτήρας της Υγείας, τα τεχνοκρατικά μοντέλα αντιμετώπισης των νοσημάτων με τις βιοϊατρικές προσεγγίσεις που παραγνωρίζουν συχνά το ρόλο των κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτέλεσε η «εθνοψυχιατρική» ή «διαπολιτισμική ψυχιατρική» που εντόπισε εγκαίρως την ανάγκη διερεύνησης των ψυχικών νοσημάτων υπό το πρίσμα της πολιτισμικής διαφορετικότητας.
Εντούτοις, όλα αυτά τα εμπόδια στην ενασχόληση με τις ανάγκες υγείας πολιτισμικών μειονοτήτων δεν μπόρεσαν να καταστήσουν «αόρατη» την αναγκαιότητα για διαπολιτισμική φροντίδα υγείας. Οι ίδιοι οι επαγγελματίες υγείας διαπίστωσαν ότι η πραγματικότητα που βίωναν τους υποχρέωνε να λάβουν σοβαρά υπόψιν τους την πολιτισμική διαφορετικότητα στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών υγείας. Πλέον, σύγχρονες μελέτες που αναφέρονται σε επαγγελματίες υγείας εκφράζουν σαφώς την ευαισθητοποίησή τους κατά την αντιμετώπιση διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης χρηστών των υπηρεσιών τους και εκδηλώνουν την ανάγκη τους για πληροφόρηση σχετικά με τη Διαπολιτισμική Φροντίδα Υγείας.
Όλο και περισσότερο πλέον οι επαγγελματίες υγείας στρέφονται στη διερεύνηση θεμάτων Υγείας σε σχέση με κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους. Η σχετική ερευνητική δραστηριότητα υλοποιείται υπό το πρίσμα της πολιτισμικής ευαισθησίας. Στη βιβλιογραφία, η πολιτισμικά επαρκής έρευνα έχει περιγραφεί ως «…ερευνητική δραστηριότητα που ταυτόχρονα χρησιμοποιεί και αναπτύσσει τη γνώση και τις δεξιότητες, που προάγουν την παροχή φροντίδας υγείας με κατάλληλο τρόπο και ευαισθησία προς τις ανάγκες του ατόμου, ανεξαρτήτως πολιτισμικού υπόβαθρου». Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτισμικά ευαίσθητη ερευνητική δραστηριότητα ξεκινά από την πολιτισμική επαγρύπνηση και γνώση, επεκτείνεται, μέσα από την αυτό-αντίληψη του ερευνητή και τον εντοπισμό των προκαταλήψεων και του ενδεχόμενου εθνοκεντρισμού του, στην κατανόηση της εθνοϊστορίας του μελετώμενου πληθυσμού και τέλος την κατάρτιση του ερευνητικού πρωτοκόλλου μετά από συστηματική μελέτη των σχετικών πληροφοριών.
Ένα κομβικό σημείο στην πολιτισμικά ευαίσθητη μελέτη είναι η εμπλοκή του μελετώμενου πληθυσμού. Ο σχεδιασμός της μελέτης είναι πολύ σημαντικό να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, το σεβασμό και την ενσυναίσθηση. Ο πολιτισμικά επαρκής ερευνητής, προσεγγίζει το μελετώμενο πληθυσμό και του δίνει κίνητρα για τη συμμετοχή του στη μελέτη. Ταυτόχρονα, η διαφάνεια σε όλα τα στάδια της μελέτης σε θέματα που αφορούν στο «πρακτικό» τμήμα της δραστηριότητας (συμμετέχοντες, πόροι και μέσα- χρηματοδότηση κ.α.), επηρεάζει σαφώς και διασφαλίζει τη συμμετοχή του μελετώμενου πληθυσμού. Η ενημέρωση των συμμετεχόντων σχετικά με το πώς η μελέτη θα συμβάλλει στην βελτίωση του επιπέδου υγείας τους είναι καθοριστική. Η ύπαρξη σχεδίου δράσης που θα έχει συγκεκριμένες θετικές εκβάσεις-κέρδος για το μελετώμενο πληθυσμό είναι επίσης ουσιαστική.
Η διαφορετικότητα στη λεκτική επικοινωνία μπορεί να παρακαμφθεί με τη συμμετοχή δίγλωσσων ερευνητών καθώς και μελών του μελετώμενου πληθυσμού έτσι ώστε η συλλογή των στοιχείων να γίνει με ακρίβεια. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά το σχεδιασμό, η πιθανότητα αναλφαβητισμού κάποιων από τα άτομα του πληθυσμούστόχου και αναλόγως να επιλεγούν τα εργαλεία της έρευνας. Είναι δε σημαντικό κατά την ανάλυση των δεδομένων να εφαρμόζονται επιμελώς οι κανόνες της μεθοδολογίας της έρευνας χωρίς προκαταλήψεις και εθνοκεντρισμό.
Παράλληλα, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο κατά την επεξεργασία των αποτελεσμάτων να τίθενται (ή θέτονται) σαφώς οι κανόνες ερμηνείας των παρατηρούμενων στάσεων και συμπεριφορών. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι: «οι διαφορές, που ενδεχομένως παρατηρούνται, οφείλονται αμιγώς στην πολιτισμική διαφορετικότητα, ή απορρέουν από τη συνήθως κακή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της μελετώμενης πολιτισμικής μειονότητας και συνακόλουθα τις μειωμένες έως ανύπαρκτες ευκαιρίες εκπαίδευσης και μάθησης;». Εφόσον απαντηθεί σωστά το ερώτημα αυτό, τίθενται οι βάσεις της ερμηνείας των αποτελεσμάτων μακριά από προκαταλήψεις και στερεότυπα που οδηγούν σε ρατσιστικές θεωρίες.
Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι, στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες, η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλής ποιότητας εκφράζεται πλέον και με πολιτισμικούς όρους. Η επιστημονική μελέτη της πολιτισμικής διαφορετικότητας, η θεώρηση της Υγείας και της Ασθένειας υπό το πρίσμα της πολιτισμικής ποικιλομορφίας, η σωστή προσέγγιση των χρηστών των Υπηρεσιών και η επικοινωνία που βασίζεται σε αμοιβαίο σεβασμό και αποδοχή, αποτελούν τη βάση για την υλοποίηση, μελέτη και εξέλιξη της Διαπολιτισμικής Φροντίδας Υγείας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γαλάνης Π., Καϊτελίδου Δ., Σουρτζή Π., Μπελλάλη Θ., Σίσκου Ο., Τσαβαλιάς Κ., Καραμήτρη Ι., Βελονάκης Ε. (2012) Γνώ- ση και Χρήση των Υπηρεσιών Υγείας στην Ελλάδα από Μετανάστες. ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ, 51(4): 421–429
Papadopoulos I, Καλοκαιρινού Α, Κούτα Χ. (2011) Διαπολιτισμική Νοσηλευτική και Πολιτισμική Επάρκεια για τους Επαγ- γελματίες Υγείας. Αθήνα, Εκδ. Π.Χ.ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Α.Ε.
Σκαφιδάκης Δ. (2012) Διευρεύνηση της Πολιτισμικής Επάρκειας των Οδοντιάτρων στην Αττική, Διπλωματική Εργασία. Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Διοίκηση Μονάδων Υγείας. Διαθέσιμη στο http://opac.lib.eap.gr/cgi-bin-EL/egwcgi/385396/showfull.egw/3+0+1+full , πρόσβαση 30-10-14
Ιngleby D. (2006) Getting Multicultural Health Care off the Ground: Britain and The Netherlands Compared. International Journal of Migration, Health and Social Care, 2, 4-15.
Ladson G. M., Lin, J-M., Flores, A. and D. Magrane (2006) An assessment of cultural competence of firstand second- year medical students at a historically diverse medical school. American Journal of Obstetrics and Gynecology, 195(5): 1457-1462
LaTonya, R., Gagan J., Sherman J., Evans E., Lawrence L. (2008) Assessment of third year pharmacy students’ attitudes toward cultural competency before and after an educational intervention. American College of Clinical Pharmacy 2008 Spring Practice and Research Forum/ Updates in Therapeutics: The Pharmacotherapy Preparatory Course, Phoenix-Arizona
Porter B., Hancock M., Short B., Lampignano L., Fitzgerald M., Hatchett J. (2008) Creating Direction and a Baseline for continued Cultural Competency Development. Available at www.aamc.org/members/gea/regions/cgea/meetings/cgea- rimeime-abstracts-2008.pdf , retrieved 10/28/14
Redfield R, Linton R, Herskovits M.J. (1936) A memorandum on the study of acculturation. American Anthropologist, 38,149-152
Weissman J. S., Betancourt J. R., Campbell E.G., Park R.E., Kim M., Clarridge B., Blumenthal D., Lee K., Maina A. W.(2005) Resident Physicians’ Preparedness to Provide Cross-Cultural Care. Journal of the American Medical Association, 294(9): 1058-1067
World Health Organization (2003) International Migration, Health & Human Rights. Publication Series Issue No4. Available at http://www.who.int/hhr/activities/en/FINAL-Migrants-English-June04.pdf retrieved 11/24/14